- χήτη
- η, Νχαίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος τ. τής χαίτη, σχηματισμένος με παρετυμολογική επίδραση τού επιθ. χυτή, θηλ. τού χυτός (πρβλ. τη χρήση τού επιθ. χυτός, για μαλλιά που κυματίζουν ελεύθερα στους ώμους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.